επιτετηδευμένος
Смотреть что такое "επιτετηδευμένος" в других словарях:
ἐπιτετηδευμένος — ἐπιτηδεύω pursue perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτηδευμένος — η, ο (Α ἐπιτετηδευμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επιτηδεύω ως επίθ.) νεοελλ. αυτός που γίνεται με επιτήδευση*, με εκζήτηση, προσποιητός, πλαστός, εξεζητημένος αρχ. επιμελής, επιδέξιος. επίρρ... επιτηδευμένα (Α ἐπιτηδευμένως) νεοελλ.… … Dictionary of Greek